τηλίκος

τηλίκος
-η, -ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ταλίκος, Α
τόσο μεγάλος, τόσο ισχυρός ή τόσο εντυπωσιακός (α. «εἰ δ' ὀλίγα κρύπτω τὸν ταλίκον», Ανθ. Παλ.
β. «τηλίκον κάλλος», Κίνναμ.)
αρχ.
τόσο μεγάλος στην ηλικία, τόσο ηλικιωμένος ή τόσο νέος (α. «πατρὸς... τηλίκου ὥσπερ ἐγών», Ομ. Ιλ.
β. «οὔτοι τηλίκος εἰμὶ μαθεῑν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. τηλίκος, συσχετική τών αντων. ἡλίκος και πηλίκος, έχει σχηματιστεί από το θ. τού οριστικού άρθρου (πρβλ. IE *tod < ρίζα *το-, *τα-, *τιο-, βλ. λ. ο, η, το) με καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») και κατάλ. -(ι)κος (βλ. και λ. ηλίκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τηλίκος — of such an age masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκα — τηλίκος of such an age neut nom/voc/acc pl τηλίκᾱ , τηλίκος of such an age fem nom/voc/acc dual τηλίκᾱ , τηλίκος of such an age fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλικώτατον — τηλίκος of such an age masc acc superl sg τηλίκος of such an age neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκαι — τηλίκος of such an age fem nom/voc pl τηλίκᾱͅ , τηλίκος of such an age fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκον — τηλίκος of such an age masc acc sg τηλίκος of such an age neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκων — τηλίκος of such an age fem gen pl τηλίκος of such an age masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκαις — τηλίκος of such an age fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκη — τηλίκος of such an age fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκην — τηλίκος of such an age fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλίκοι — τηλίκος of such an age masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”